ψυλλιάζομαι

ψυλλιάζομαι
ψυλλιάζομαι, ψυλλιάστηκα, ψυλλιασμένος βλ. πίν. 36

Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ψυλλιάζω — Ν [ψύλλος] 1. (αμτβ.) γεμίζω ψύλλους 2. (μτβ.) μεταδίδω ψύλλους σε άλλον 3. μέσ. ψυλλιάζομαι υποψιάζομαι («ψυλλιάστηκα ότι θα μού φάει τα χρήματα») …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”